- μούχλιασμα
- τοτο να καλύπτεται ή να γεμίζει κάτι με μούχλα: Το μούχλιασμα του τυριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούχλιασμα — το [μουχλιάζω] 1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση 2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση … Dictionary of Greek
αμούχλιαστος — η, ο [μουχλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μούχλα, που δεν μούχλιασε 2. αυτός που δεν υπόκειται σε μούχλιασμα … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
πάνιασμα — και πάννιασμα, το [παν)ν)ιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού πανιάζω, χλόμιασμα, χλομάδα στο πρόσωπο 2. εμφάνιση πανάδων στο δέρμα 3. (για τρόφιμα) μούχλιασμα, μπάγιάτεμα … Dictionary of Greek
πλάδος — ὁ, ΜΑ 1. αφθονία υγρών, πλεονάζουσα υγρασία 2. σήψη, μούχλιασμα που προκαλείται από την πλεονάζουσα υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλαδαρός] … Dictionary of Greek
πλαδάρωμα — τὸ, Α [πλαδαρούμαι] (κατά το λεξ. Σούδα) σήψη, μούχλιασμα, πλάδος* … Dictionary of Greek
πλαδασμός — ὁ, Μ ύγρανση, σήψη, μούχλιασμα («πρὸς πλαδασμὸν καὶ σῆψιν ἀντίμαχοι», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαδῶ + κατάλ. ασμός τών ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek